- φρενώ
- -όω, Α [φρήν, φρενός]1. καθιστώ κάποιον σώφρονα, σωφρονίζω («φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων», Αισχύλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «φρενώσαςπαραλογισάμενοςέξαπατήσας»3. παθ. φρενοῡμαι, -όομαιείμαι περήφανος4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφρενωμένος, -η, -ονλογικός, μυαλωμένος, γνωστικός.
Dictionary of Greek. 2013.